- ἀσφάλειαι
- ἀσφάλειαsecurity against stumblingfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀσφαλείαι — ἀσφαλείᾱͅ , ἀσφάλεια security against stumbling fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… … Dictionary of Greek
οχυρίαι — ὀχυρίαι (Α) [οχυρός] «αἱ ἀσφάλειαι καὶ οἷον ὀχυρότητες» … Dictionary of Greek
ἀσφάλει' — ἀσφάλεια , ἀσφάλεια security against stumbling fem nom/voc sg ἀσφάλειαι , ἀσφάλεια security against stumbling fem nom/voc pl ἀσφάλεια , ἀσφάλειος Securer neut nom/voc/acc pl ἀσφάλειε , ἀσφάλειος Securer masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)